- ροόμετρο(ν)
- το вискозометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροόμετρο — το, Ν τεχνολ. μετρητής τής ροής ενός υγρού ή αερίου … Dictionary of Greek
ροόμετρο — το (φυσ.), όργανο με το οποίο μετριέται το ιξώδες κάποιου ρευστού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρευματόμετρο — το, Ν 1. όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος, το αμπερόμετρο 2. ωκεαν. α) όργανο που μετρά την ταχύτητα και τη διεύθυνση τών θαλάσσιων ρευμάτων β) όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας ροής τού νερού στους ποταμούς και στις… … Dictionary of Greek